- κωθώνιον
- κωθών-ιον, τό, Dim. of κώθων, AJA31.350 (vase, v B.C.), IG 7.303.56 ([place name] Oropus), PMag.Par.1.2952, Gp.20.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωθώνιον — κωθώνιον, τὸ (ΑM) [κώθων] μικρός κώθωνας … Dictionary of Greek
κωθώνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθωνίου — κωθώνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθώνι — το 1. άτολμος και άκομψος νεοσύλλεκτος στρατιώτης 2. (κατ επέκτ.) ανόητος, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωθώνιον] … Dictionary of Greek